- φλογόφθαλμος
- -η, -οαυτός που έχει μάτια φλόγινα, αυτός που τα μάτια του πετούν φλόγες: Στοιχειά φλογόφθαλμα (Γ. Βιζυηνός).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φλογόφθαλμος — η, ο, Ν αυτός που έχει σπινθηροβόλα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόγα + οφθαλμός (πρβλ. μον όφθαλμος)] … Dictionary of Greek
οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… … Dictionary of Greek